Πότε είναι η κατάλληλη ηλικία να ξεκινήσει το παιδί μου ξένες γλώσσες και ποιά?

Είναι γεγονός πλέον ότι οι ξένες γλώσσες είναι απαραίτητο προσόν για το σύγχρονο άνθρωπο. Όπου και να στραφεί κανείς συναντά αγγλική ορολογία σε διάφορες ειδικότητες. Ποια ξένη γλώσσα να μάθει το παιδί Αναμφίβολα τα Αγγλικά είναι η γλώσσα που επιλέγουν οι γονείς να μάθει πρώτα το παιδί. Και είναι εύλογο. Γνωρίζοντας Αγγλικά μπορεί κανείς να […]

Είναι γεγονός πλέον ότι οι ξένες γλώσσες είναι απαραίτητο προσόν για το σύγχρονο άνθρωπο. Όπου και να στραφεί κανείς συναντά αγγλική ορολογία σε διάφορες ειδικότητες.

Ποια ξένη γλώσσα να μάθει το παιδί

Αναμφίβολα τα Αγγλικά είναι η γλώσσα που επιλέγουν οι γονείς να μάθει πρώτα το παιδί. Και είναι εύλογο. Γνωρίζοντας Αγγλικά μπορεί κανείς να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο με ευκολία. Μπορεί να επικοινωνεί με ανθρώπους από όλο τον κόσμο, να γνωρίσει άλλους πολιτισμούς και να πλουτίσει τις γνώσεις του.

Επιπλέον, μιλώντας Αγγλικά, έχει πρόσβαση σε πληροφορίες και δη στο Internet που είναι η πιο σύγχρονη και πλούσια πηγή ενημέρωσης και πληροφόρησης. Εξάλλου, το 80% των ιστοσελίδων στο διαδίκτυο είναι στα Αγγλικά.
Με τα Αγγλικά έχει την δυνατότητα να σπουδάσει κάποτε το παιδί στο εξωτερικό και περισσότερες ελπίδες να δώσει έτσι ώθηση στην καριέρα του.

Τέλος, όποια κι αν είναι τα ενδιαφέροντά του παιδιού (μουσική, σινεμά, υπολογιστές, χορός, επιχειρηματικότητα, ταξίδια, σπορ) τα αγγλικά είναι παντού και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας.

Σε ποια ηλικία, όμως, πρέπει τα παιδιά να αρχίζουν την εκμάθησή τους; Με ποιον τρόπο και πώς μπορούν να βοηθήσουν οι γονείς;

Η σημασία της μητρικής γλώσσας

Το παιδί αποκτά τις γλωσσικές του συνήθειες στη μητρική γλώσσα έως τα 8 του χρόνια. Από την ηλικία αυτή και μετά, αρχίζει να λειτουργεί μέσα από διαδικασίες νοητικές. Αναλύει και συγκρίνει – μέσα από το φίλτρο της μητρικής γλώσσας -, γεγονός που λειτουργεί αρνητικά στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας. Έρευνες υποστηρίζουν ότι μετά τον ένατο χρόνο, η μητρική γλώσσα αποτελεί το μοναδικό μέσο έκφρασης και σκέψης και λειτουργεί ασυνείδητα ως ένα «αμυντικό» σύστημα, που ορθώνεται σαν τείχος στην παρουσία της ξένης γλώσσας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι από τότε και μετά, τα παιδιά δυσκολεύονται πολύ να προφέρουν σωστά μια ξένη λέξη, αφού τα ακουστικά μηνύματα στην ξένη γλώσσα «φιλτράρονται» από τη μητρική.

Η κατάλληλη ηλικία για να ξεκινήσουν μαθήματα

Τόσο οι αναπτυξιακοί παιδίατροι όσο και οι νευροψυχολόγοι συμφωνούν στο ότι ένα παιδί μπορεί να αρχίσει την εκμάθηση μίας ξένης γλώσσας στην ηλικία των 7-8 ετών, δηλαδή στην Β’ ή Γ’ Δημοτικού, αφού έχει εγκαθιδρυθεί πρώτα ο γραπτός λόγος των Ελληνικών.

Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι και ένα παιδί 6 ετών δεν μπορεί να μάθει σωστά μια ξένη γλώσσα.

Αν επιμένετε να αρχίσει η εκμάθηση αυτή ακόμα νωρίτερα, π.χ. στα 4, καλό είναι να γίνεται μόνο προφορικά, και να υποστηρίζει την επαφή μόνο με τον φωνολογικό κώδικα της άλλης γλώσσας και όχι με το αλφάβητο.

Ο λόγος που οι ειδικοί προτιμούν να είναι ένα παιδί μεγαλύτερο των 7 ετών, είναι για να έχει θεμελιωθεί ο γραπτός λόγος. Από την άλλη πλευρά, προτιμούν ένα παιδί να ξεκινά την ξένη γλώσσα πριν την ηλικία των 9 ετών για έναν άλλον πρακτικό λόγο: Όσο πιο μεγάλο το παιδί τόσο πιο πολλές οι σχολικές του υποχρεώσεις.

Συχνά όσο πιο φορτωμένο με δραστηριότητες και μαθήματα είναι ένα παιδί, τόσο πιο δυστυχές και αναποτελεσματικό είναι

Ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπος εκμάθησης;

Από δύο έως περίπου οκτώ ετών, τα παιδιά ακούνε, βλέπουν, γεύονται, μιμούνται, και με αυτό τον τρόπο μαθαίνουν καλύτερα. Σε αυτή, λοιπόν, την ηλικία είναι πολύ εύκολο να αρχίσουν να μαθαίνουν μια ξένη γλώσσα, και μάλιστα πολύ γρήγορα, με το τραγούδι, το ποίημα και το παιχνίδι (όπως μαθαίνουν, άλλωστε, και τη μητρική τους), χρησιμοποιώντας δηλαδή το συναίσθημα και τις αισθήσεις. Όμως, όταν λέμε να μαθαίνουν, δεν εννοούμε να κάνουν μαθήματα ξένης γλώσσας. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει η γνώση να «μεταφέρεται» στο παιδί αυτής της ηλικίας (προσχολικής) ως μάθημα και μάλιστα υποχρεωτικό. Αν για το παιδί είναι ένα ακόμα παιχνίδι, έχουμε πολλές πιθανότητες να αγαπήσει την ξένη γλώσσα και να τη μάθει με μεγαλύτερη ευκολία αργότερα. Η πίεση, ίσως φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα.

Ποιά είναι τα οφέλη της εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας;

Ειδικοί υποστηρίζουν ότι η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας πέρα από τα προφανή (ικανότητα επικοινωνίας με ξένους, κτλ.) προσφέρει και άλλα πλεονεκτήματα όπως: Βελτιωμένη σχολική απόδοση, Οξύνοια και υψηλότερο βαθμό κοινωνικοποίησης. Έχει αποδειχθεί, ακόμη, ότι η μελέτη ξένης γλώσσας βοηθά τους μαθητές να ασκήσουν κριτική σκέψη. Τα παιδιά που εκτίθενται σε δύο ή περισσότερες γλώσσες είναι, συνήθως, πιο ευπροσάρμοστα, πιο δημιουργικά και φτάνουν σε υψηλότερα επίπεδα γνωσιακής ανάπτυξης σε μικρότερη ηλικία σε σύγκριση με τους συνομήλικούς τους που γνωρίζουν μόνο τη μητρική τους γλώσσα.

Επιπλέον, τα οφέλη είναι πολλαπλά και σημαντικά στην πολυπολιτισμική κοινωνία που ζούμε. Μια ξένη γλώσσα ανοίγει τις πόρτες σε ένα νέο πολιτισμό. Τα παιδιά μαθαίνουν να εκφράζουν νέες, πιο σύνθετες ιδέες καθώς εκτίθενται σε πολιτισμικά ερεθίσματα τα οποία δεν τους ήταν γνώριμα έως τότε. Φυσικά, η γνώση μιας δεύτερης (ή τρίτης) γλώσσας προσφέρει στο παιδί σας προβάδισμα και στον ανταγωνιστικό εργασιακό χώρο. Οι ξένες γλώσσες αυξάνουν τις ευκαιρίες για δουλειά σε τομείς όπως ο τουρισμός, το μάρκετινγκ, οι τηλεπικοινωνίες, η διοίκηση επιχειρήσεων, η έρευνα, η εκπαίδευση αλλά και το δημόσιο.

Αν το παιδί σας πηγαίνει σχολείο:

  • Επιλέξτε ένα φροντιστήριο που υιοθετεί σύγχρονες μεθόδους εκμάθησης, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον των μαθητών με δημιουργικές, βιωματικές, πολυαισθητηριακές δραστηριότητες
  • Αν το παιδί σας είναι σε ηλικία που έχει άνεση στο γραπτό λόγο, παροτρύνετέ το να αλληλογραφήσει με παιδιά από άλλες χώρες. Τα παιδιά επικοινωνούν γρήγορα και εύκολα μεταξύ τους, πράγμα που διευκολύνει την ταχύτερη εκμάθηση της ξένης γλώσσας. Αν έχετε τη δυνατότητα, καλέστε και φιλοξενήστε τον «ξένο» φίλο του μερικές μέρες το καλοκαίρι.
  • Κάντε ένα ταξίδι για λίγες μέρες στη χώρα όπου μιλάνε τη γλώσσα που έχει     επιλέξει το παιδί σας. Έτσι, θα έχει την ευκαιρία να έχει άμεση επαφή με τη γλώσσα, τον πολιτισμό, την καθημερινότητα των ανθρώπων εκεί, να επικοινωνήσει μαζί τους και να παρακολουθήσει παιδικές θεατρικές παραστάσεις, επισκέψεις σε μουσεία και ιστορικούς χώρους.

Πηγή:mama365.gr,workingmoms.gr